κουρμπάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρμπάνι | τα | κουρμπάνια |
γενική | του | κουρμπανιού | των | κουρμπανιών |
αιτιατική | το | κουρμπάνι | τα | κουρμπάνια |
κλητική | κουρμπάνι | κουρμπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουρμπάνι < μεσαιωνική ελληνική κουρμπάνι[1] [2] < τουρκική kurban[2] [3] [4] < αραβική قربان (ḳurbān, θυσία)[3]
- [4] κουρμπάνι
- (Αλβανικά) Γκούρ+ Μπαν.
- Γκούρ-= πέτρα
- Μπαν- κάνει, κρατάει.
- Κρατάει σαν πέτρα
- Γίνεται πέτρα.
- Γίνεται δυνατό.
- Η ανθρωπότητα στα αρχαία χρόνια, έφτιαξαν σπίτια,και για να γίνεται δυνατό, θυσίαζαν ζώα,και ρίχνανε το αίμα τούς στα θεμέλια. Αυτή ήταν η πίστη τούς,στα άγνωστα φαινόμενα της φύσης .
- Αυτή η πράξη, τούς έκανε να νιώθουν σίγουροι.
- Ετυμολογία της λέξης ειναι, πέτρα ( Γκούρ) καί κρατάει ( Μπαν)
- Όπως και στην άλλη λέξη, σίγουρα( σαν+ Γκούρ ) σαν την πέτρα!
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuɾˈba.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐μπά‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουρμπάνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, συνήθως στον πληθυντικό) έθιμο που περιλαμβάνει σφάξιμο ζώου, μαγείρεμα και κοινό γεύμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κουρμπάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κουρμπάνι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ 2,0 2,1 κουρμπάνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 3,0 3,1 κουρμπάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 4,0 4,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.