κουρμπάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρμπάνι | τα | κουρμπάνια |
γενική | του | κουρμπανιού | των | κουρμπανιών |
αιτιατική | το | κουρμπάνι | τα | κουρμπάνια |
κλητική | κουρμπάνι | κουρμπάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρμπάνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, συνήθως στον πληθυντικό) έθιμο που περιλαμβάνει σφάξιμο ζώου, μαγείρεμα και κοινό γεύμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουρμπάνι στη Βικιπαίδεια