κουρλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κουρλός | η | κουρλή | το | κουρλό |
γενική | του | κουρλού | της | κουρλής | του | κουρλού |
αιτιατική | τον | κουρλό | την | κουρλή | το | κουρλό |
κλητική | κουρλέ | κουρλή | κουρλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κουρλοί | οι | κουρλές | τα | κουρλά |
γενική | των | κουρλών | των | κουρλών | των | κουρλών |
αιτιατική | τους | κουρλούς | τις | κουρλές | τα | κουρλά |
κλητική | κουρλοί | κουρλές | κουρλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κουρλός, -ή, -ό
- (επτανησιακό ιδίωμα) τρελός
Συγγενικά επεξεργασία
- Κουρλός (επώνυμο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρλός
|
Πηγές επεξεργασία
- Δημήτρης Σ. Λουκάτος, Κεφαλονίτικα γνωμικά. Πρακτικές και φιλοσοφικές παροιμίες χωρισμένες σε κεφάλαια κατά το θέμα τους (Αθήνα 1952), σ. 207.