κουρκουτιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρκουτιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρκουτιάζω
Μετοχή επεξεργασία
κουρκουτιασμένος, -η, -ο
- που έχει κουρκουτιάσει
- ↪είναι πολύ αργά, το μυαλό μου είναι πια κουρκουτιασμένο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρκουτιασμένος
|