κουρζέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρζέτο | τα | κουρζέτα |
γενική | του | κουρζέτου | των | κουρζέτων |
αιτιατική | το | κουρζέτο | τα | κουρζέτα |
κλητική | κουρζέτο | κουρζέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρζέτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) υδρορροή στα πλάγια του καταστρώματος ενός πλοίου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρζέτο
|