κουραρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουράρω
Μετοχή
επεξεργασίακουραρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουράρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουραρισμένος
|
κουραρισμένος, -η, -ο
|