Ετυμολογία

επεξεργασία
κουράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική curare + < λατινική curare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος curo < cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω)

κουράρω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία