κούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούρα | οι | κούρες |
γενική | της | κούρας | — | |
αιτιατική | την | κούρα | τις | κούρες |
κλητική | κούρα | κούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούρα < μεσαιωνική ελληνική κούρα < ιταλική cura < λατινική cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούρα θηλυκό
- η περιποίηση και φροντίδα αρρώστου στη διάρκεια της αναρρώσεως
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κούρα
|