↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλουριώτικος η κουλουριώτικη το κουλουριώτικο
      γενική του κουλουριώτικου της κουλουριώτικης του κουλουριώτικου
    αιτιατική τον κουλουριώτικο την κουλουριώτικη το κουλουριώτικο
     κλητική κουλουριώτικε κουλουριώτικη κουλουριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλουριώτικοι οι κουλουριώτικες τα κουλουριώτικα
      γενική των κουλουριώτικων των κουλουριώτικων των κουλουριώτικων
    αιτιατική τους κουλουριώτικους τις κουλουριώτικες τα κουλουριώτικα
     κλητική κουλουριώτικοι κουλουριώτικες κουλουριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλουριώτικος < Κουλουριώτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.luɾˈʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λου‐ριώ‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

κουλουριώτικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία