Κουλουριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.luɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐λου‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Κουλουριώτης < Κουλούρ(α) ή Κούλουρ(η) ή Κούλουρ(ος) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουλουριώτης αρσενικό (θηλυκό Κουλουριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κουλούρα ή Κούλουρη ή Κούλουρος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- κουλουριώτικος
- Κουλουριώτης (επώνυμο)
→ και δείτε τις λέξεις Κουλούρα, Κούλουρη και Κούλουρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κουλουριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουλουριώτης | οι | Κουλουριώτηδες |
γενική | του | Κουλουριώτη* | των | Κουλουριώτηδων |
αιτιατική | τον | Κουλουριώτη | τους | Κουλουριώτηδες |
κλητική | Κουλουριώτη | Κουλουριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κουλουριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κουλουριώτης < πατριδωνυμικό Κουλουριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουλουριώτης αρσενικό (θηλυκό Κουλουριώτη ή Κουλουριώτου)