κουζινέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουζινέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cuscinetto, υποκοριστικό του cuscino (μαξιλάρι) < αρχαία γαλλική coissin (γαλλική coussin) < λατινική coxa ("μηρός" "ισχίο") ή culcita ("στρώμα")
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουζινέτο ουδέτερο
- (μηχανολογία) βάση και ταυτόχρονα ο κύριος οδηγός περιστρεφόμενου άξονα σε μηχανές
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουζινέτο
|