κουδουνισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουδουνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουδουνίζω
Μετοχή επεξεργασία
κουδουνισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη κουδουνίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουδουνισμένος
|
κουδουνισμένος, -η, -ο
|