κουίντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουίντα | οι | κουίντες |
γενική | της | κουίντας | των | κουιντών |
αιτιατική | την | κουίντα | τις | κουίντες |
κλητική | κουίντα | κουίντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουίντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική quinta, θηλυκό του quinto < λατινική quintus < quinque < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pénkʷe
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουίντα θηλυκό
- (θέατρο) πλάγιο παραπέτασμα στη σκηνή του θεάτρου, που κρύβει τη θέα προς τα παρασκήνια και από το οποίο εξυπηρετείται η είσοδος από τα παρασκήνια προς τη σκηνή και το αντίθετο