κοστολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοστολογικός < κοστολόγιο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κοστολογικός
- που έχει σχέση με το κοστολόγιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
- κοστολογικά
- → δείτε τις λέξεις κοστολόγιο, κόστος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοστολογικός
|