κοσμηματογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμηματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που διακοσμεί / ζωγραφίζει κοσμήματα ή (κατ’ επέκταση) τοίχους, προσόψεις κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμηματογράφος
|