Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμηματογραφικός η κοσμηματογραφική το κοσμηματογραφικό
      γενική του κοσμηματογραφικού της κοσμηματογραφικής του κοσμηματογραφικού
    αιτιατική τον κοσμηματογραφικό την κοσμηματογραφική το κοσμηματογραφικό
     κλητική κοσμηματογραφικέ κοσμηματογραφική κοσμηματογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμηματογραφικοί οι κοσμηματογραφικές τα κοσμηματογραφικά
      γενική των κοσμηματογραφικών των κοσμηματογραφικών των κοσμηματογραφικών
    αιτιατική τους κοσμηματογραφικούς τις κοσμηματογραφικές τα κοσμηματογραφικά
     κλητική κοσμηματογραφικοί κοσμηματογραφικές κοσμηματογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμηματογραφικός < κοσμηματογράφος / κοσμηματογραφία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κοσμηματογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία