κοσμετολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμετολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cosmétologue < αρχαία ελληνική κοσμέω + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμετολόγος αρσενικό
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με την κοσμετολογία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμετολόγος
|