κοσμετολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμετολογία | οι | κοσμετολογίες |
γενική | της | κοσμετολογίας | των | κοσμετολογιών |
αιτιατική | την | κοσμετολογία | τις | κοσμετολογίες |
κλητική | κοσμετολογία | κοσμετολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμετολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cosmétologie < cosmétique (fr) (< αρχαία ελληνική κοσμητικός) + -ο- + -logie (fr) -λογία)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμετολογία θηλυκό
- η έρευνα ή η παρασκευή καλλυντικών
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κοσμητολογία (κατά το κοσμητικός)[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμετολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοσμετολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)