κοσμητολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμητολογία | οι | κοσμητολογίες |
γενική | της | κοσμητολογίας | των | κοσμητολογιών |
αιτιατική | την | κοσμητολογία | τις | κοσμητολογίες |
κλητική | κοσμητολογία | κοσμητολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμητολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική elcosmétologie < cosmétique (fr) (< νέα ελληνικά κοσμητικός) + -logie (fr) (< νέα ελληνικά -λογία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμητολογία θηλυκό
- η καλλυντική· η έρευνα, η μελέτη και η παρασκευή καλλυντικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμητολογία
|