κορωναϊός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορωναϊός < κορώνα (μή καθιερωμένη γραφή του κορόνα) + ιός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coronavirus < λατινική corona (κορόνα) + virus. Στη σύνθεση αυτή, διατηρείται η λατινική λέξη. Δείτε και κορονοϊός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορωναϊός αρσενικό
- (βιολογία, επιδημιολογία, κορονοϊός) άλλη γραφή του κοροναϊός, μορφής του κορονοϊός
- ※ Κορωναϊός: Κάμερες σκανάρουν και στους δρόμους όσους έχουν έστω και λίγο πυρετό (* εφημερίδα Τα Νέα 2020.02.07.)