↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορτικοειδής η κορτικοειδής το κορτικοειδές
      γενική του κορτικοειδούς* της κορτικοειδούς του κορτικοειδούς
    αιτιατική τον κορτικοειδή την κορτικοειδή το κορτικοειδές
     κλητική κορτικοειδή(ς) κορτικοειδής κορτικοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορτικοειδείς οι κορτικοειδείς τα κορτικοειδή
      γενική των κορτικοειδών των κορτικοειδών των κορτικοειδών
    αιτιατική τους κορτικοειδείς τις κορτικοειδείς τα κορτικοειδή
     κλητική κορτικοειδείς κορτικοειδείς κορτικοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορτικοειδής <

  Επίθετο

επεξεργασία

κορτικοειδής

  1. ο σχετικός με τα κορτικοειδή, την κατηγορία ορμονικών σκευασμάτων
  2. ο σχετικός με την κορτιζόνη, που περιέχει κορτιζόνη, ο κορτιζονούχος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία