↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορτικοειδές τα κορτικοειδή
      γενική του κορτικοειδούς των κορτικοειδών
    αιτιατική το κορτικοειδές τα κορτικοειδή
     κλητική κορτικοειδές κορτικοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορτικοειδές < απόδοση της ξένης λέξης corticoid < cortex + -oid < (-oid < εἶδος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορτικοειδές ουδέτερο

  1. το σχετικό με τα κορτικοειδή, που ανήκει στην κατηγορία των ανάλογων ορμονικών σκευασμάτων, των κορτικοειδών
  2. το σχετικό με την κορτιζόνη, που περιέχει κορτιζόνη, το κορτιζονούχο
    Το σκεύασμα που σας συνταγογράφησαν είναι πολύ ισχυρό κορτικοειδές

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία