κορτικοειδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορτικοειδή < κορτικοειδές
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορτικοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό
- ορμόνες που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων ή συνθετικά ανάλογά τους
- κατηγορία σκευασμάτων που συνήθως περιέχουν κορτιζόνη ή πάντως σνθετικές ορμόνες που μιμούνται τα φυσικά κορτικοειδή
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορτικοειδή