Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορτικοειδή < κορτικοειδές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορτικοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. ορμόνες που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων ή συνθετικά ανάλογά τους
  2. κατηγορία σκευασμάτων που συνήθως περιέχουν κορτιζόνη ή πάντως σνθετικές ορμόνες που μιμούνται τα φυσικά κορτικοειδή

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία