κορτιζονούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | κορτιζονούχος | το | κορτιζονούχο | ||
γενική | του/της | κορτιζονούχου | του | κορτιζονούχου | ||
αιτιατική | τον/την | κορτιζονούχο | το | κορτιζονούχο | ||
κλητική | κορτιζονούχε | κορτιζονούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | κορτιζονούχοι | τα | κορτιζονούχα | ||
γενική | των | κορτιζονούχων | των | κορτιζονούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | κορτιζονούχους | τα | κορτιζονούχα | ||
κλητική | κορτιζονούχοι | κορτιζονούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορτιζονούχος < κορτιζονοῦχος < κορτιζόν(η) + -οῦχος ( -οῦχος < ἔχω)
Επίθετο
επεξεργασίακορτιζονούχος, -ος, -ο
- που περιέχει τη φαρμακευτικά παρσκευαζόμενη ορμόνη κορτιζόνη
- η κορτιζονούχος αλοιφή (και κορτιζονούχα)