Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοριασμέν
ος
η
κοριασμέν
η
το
κοριασμέν
ο
γενική
του
κοριασμέν
ου
της
κοριασμέν
ης
του
κοριασμέν
ου
αιτιατική
τον
κοριασμέν
ο
την
κοριασμέν
η
το
κοριασμέν
ο
κλητική
κοριασμέν
ε
κοριασμέν
η
κοριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοριασμέν
οι
οι
κοριασμέν
ες
τα
κοριασμέν
α
γενική
των
κοριασμέν
ων
των
κοριασμέν
ων
των
κοριασμέν
ων
αιτιατική
τους
κοριασμέν
ους
τις
κοριασμέν
ες
τα
κοριασμέν
α
κλητική
κοριασμέν
οι
κοριασμέν
ες
κοριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κοριασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κοριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοριασμένος