Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοριάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοριάζω
<
κόρα
+
-ιάζω
κοριάζω
<
κοριός
+
-άζω
Ρήμα
επεξεργασία
κοριάζω
σχηματίζω
κόρα
,
πιάνω
πέτσα
/
κρούστα
είμαι
γεμάτος
κοριούς
Συγγενικά
επεξεργασία
κόριασμα
κοριασμένος
→
δείτε
τις λέξεις
κόρα
και
κοριός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοριάζω