κοπάτσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοπάτσι | τα | κοπάτσια |
γενική | του | κοπατσιού | των | κοπατσιών |
αιτιατική | το | κοπάτσι | τα | κοπάτσια |
κλητική | κοπάτσι | κοπάτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοπάτσι < αρωμουνική copatši, πληθυντικός τού copatšu (λόχμη, θάμνος) < αλβανική kopaç (κορμός δέντρου) < σλαβικής προέλευσης копач (kòpāč) (σκαφτιάς) < πρωτοσλαβική *kopati (σκάβω, βαθουλώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπάτσι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοπάτσι
|