Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοντυμέν
ος
η
κοντυμέν
η
το
κοντυμέν
ο
γενική
του
κοντυμέν
ου
της
κοντυμέν
ης
του
κοντυμέν
ου
αιτιατική
τον
κοντυμέν
ο
την
κοντυμέν
η
το
κοντυμέν
ο
κλητική
κοντυμέν
ε
κοντυμέν
η
κοντυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοντυμέν
οι
οι
κοντυμέν
ες
τα
κοντυμέν
α
γενική
των
κοντυμέν
ων
των
κοντυμέν
ων
των
κοντυμέν
ων
αιτιατική
τους
κοντυμέν
ους
τις
κοντυμέν
ες
τα
κοντυμέν
α
κλητική
κοντυμέν
οι
κοντυμέν
ες
κοντυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κοντυμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κονταίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντυμένος