Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κονταροχτυπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κονταροχτυπημέν
ος
η
κονταροχτυπημέν
η
το
κονταροχτυπημέν
ο
γενική
του
κονταροχτυπημέν
ου
της
κονταροχτυπημέν
ης
του
κονταροχτυπημέν
ου
αιτιατική
τον
κονταροχτυπημέν
ο
την
κονταροχτυπημέν
η
το
κονταροχτυπημέν
ο
κλητική
κονταροχτυπημέν
ε
κονταροχτυπημέν
η
κονταροχτυπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κονταροχτυπημέν
οι
οι
κονταροχτυπημέν
ες
τα
κονταροχτυπημέν
α
γενική
των
κονταροχτυπημέν
ων
των
κονταροχτυπημέν
ων
των
κονταροχτυπημέν
ων
αιτιατική
τους
κονταροχτυπημέν
ους
τις
κονταροχτυπημέν
ες
τα
κονταροχτυπημέν
α
κλητική
κονταροχτυπημέν
οι
κονταροχτυπημέν
ες
κονταροχτυπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κονταροχτυπημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κονταροχτυπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κονταροχτυπημένος