Ετυμολογία

επεξεργασία
κονταροχτυπώ < μεσαιωνική ελληνική κονταροκτυπώ

κονταροχτυπώ (παθητική φωνή: κονταροχτυπιέμαι)

  1. (κυριολεκτικά) χτυπώ κάποιον με κοντάρι κατά τη διάρκεια μιας κονταρομαχίας
  2. (μεταφορικά) αντιδικώ έντονα με κάποιον (σε λεκτικό ή άλλο επίπεδο)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία