απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αντιδικήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αντιδικώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αντιδικώ
|
αντιδικείς
|
αντιδικεί
|
αντιδικούμε
|
αντιδικείτε
|
αντιδικούν
|
παρατατικός
|
αντιδικούσα
|
αντιδικούσες
|
αντιδικούσε
|
αντιδικούσαμε
|
αντιδικούσατε
|
αντιδικούσαν
|
αόριστος
|
αντιδίκησα
|
αντιδίκησες
|
αντιδίκησε
|
αντιδικήσαμε
|
αντιδικήσατε
|
αντιδίκησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αντιδικώ
|
θα αντιδικείς
|
θα αντιδικεί
|
θα αντιδικούμε
|
θα αντιδικείτε
|
θα αντιδικούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αντιδικήσω
|
θα αντιδικήσεις
|
θα αντιδικήσει
|
θα αντιδικήσουμε
|
θα αντιδικήσετε
|
θα αντιδικήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αντιδικήσει
|
έχεις αντιδικήσει
|
έχει αντιδικήσει
|
έχουμε αντιδικήσει
|
έχετε αντιδικήσει
|
έχουν αντιδικήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αντιδικήσει
|
είχες αντιδικήσει
|
είχε αντιδικήσει
|
είχαμε αντιδικήσει
|
είχατε αντιδικήσει
|
είχαν αντιδικήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αντιδικήσει
|
θα έχεις αντιδικήσει
|
θα έχει αντιδικήσει
|
θα έχουμε αντιδικήσει
|
θα έχετε αντιδικήσει
|
θα έχουν αντιδικήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αντιδικώ
|
να αντιδικείς
|
να αντιδικεί
|
να αντιδικούμε
|
να αντιδικείτε
|
να αντιδικούν
|
αόριστος
|
να αντιδικήσω
|
να αντιδικήσεις
|
να αντιδικήσει
|
να αντιδικήσουμε
|
να αντιδικήσετε
|
να αντιδικήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αντιδικήσει
|
να έχεις αντιδικήσει
|
να έχει αντιδικήσει
|
να έχουμε αντιδικήσει
|
να έχετε αντιδικήσει
|
να έχουν αντιδικήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αντιδίκει
|
|
|
αντιδικείτε
|
|
αόριστος
|
|
αντιδίκησε
|
|
|
αντιδικήστε
|
|
|