Δείτε επίσης: ἀντιδικῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιδικώ < αρχαία ελληνική ἀντιδικέω / ἀντιδικῶ

αντιδικώ

  1. (νομικός όρος) είμαι αντίδικος με κάποιον
  2. (μεταφορικά) αντιτίθεμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία