κονταροχτύπημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονταροχτύπημα < κονταροχτυπώ + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονταροχτύπημα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κονταροχτυπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονταροχτύπημα
|