Ετυμολογία

επεξεργασία
κονταροχτυπιέμαι < κοντάρι + χτυπιέμαι
 
δύο έφιπποι κονταροχτυπιούνται

κονταροχτυπιέμαι

  • αγωνίζομαι στο πολεμικό αγώνισμα της κονταρομαχίας
  • διαφωνώ έντονα και ανταλλάσσω επιχειρήματα με πολιτικό αντίπαλο, αντίδικο κλπ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία