κονταροχτυπιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κονταροχτυπιέμαι
- αγωνίζομαι στο πολεμικό αγώνισμα της κονταρομαχίας
- διαφωνώ έντονα και ανταλλάσσω επιχειρήματα με πολιτικό αντίπαλο, αντίδικο κλπ
κονταροχτυπιέμαι