Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονταροχτυπιέμαι < κοντάρι + χτυπιέμαι

  Ρήμα επεξεργασία

 
δύο έφιπποι κονταροχτυπιούνται

κονταροχτυπιέμαι

  • αγωνίζομαι στο πολεμικό αγώνισμα της κονταρομαχίας
  • διαφωνώ έντονα και ανταλλάσσω επιχειρήματα με πολιτικό αντίπαλο, αντίδικο κλπ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία