Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομφορμιστικός η κομφορμιστική το κομφορμιστικό
      γενική του κομφορμιστικού της κομφορμιστικής του κομφορμιστικού
    αιτιατική τον κομφορμιστικό την κομφορμιστική το κομφορμιστικό
     κλητική κομφορμιστικέ κομφορμιστική κομφορμιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομφορμιστικοί οι κομφορμιστικές τα κομφορμιστικά
      γενική των κομφορμιστικών των κομφορμιστικών των κομφορμιστικών
    αιτιατική τους κομφορμιστικούς τις κομφορμιστικές τα κομφορμιστικά
     κλητική κομφορμιστικοί κομφορμιστικές κομφορμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομφορμιστικός < κομφορμισμός / κομφορμιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κομφορμιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία