κομφορμιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομφορμιστικός < κομφορμισμός / κομφορμιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κομφορμιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κομφορμισμό ή τον κομφορμιστή ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κομφορμισμός και μορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομφορμιστικός
|