κομπάρσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακομπάρσος αρσενικό (θηλυκό: κομπάρσα)
- βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια
- (μεταφορικά) που δεν έχει σημαντικό ρόλο σε μία εξέλιξη
κομπάρσος αρσενικό (θηλυκό: κομπάρσα)