Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπάρσα οι κομπάρσες
      γενική της κομπάρσας
    αιτιατική την κομπάρσα τις κομπάρσες
     κλητική κομπάρσα κομπάρσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπάρσα < κομπάρσος +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπάρσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία