δορυφόρημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δορυφόρημᾰ | τὰ | δορυφορήμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | δορυφορήμᾰτος | τῶν | δορυφορημᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | δορυφορήμᾰτῐ | τοῖς | δορυφορήμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | δορυφόρημᾰ | τὰ | δορυφορήμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | δορυφόρημᾰ | δορυφορήμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δορυφορήμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δορυφορημᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδορυφόρημα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή)
- σωματοφυλακή
- σωματοφύλακας
- βοηθητικός ηθοποιός, κομπάρσος
Πηγές
επεξεργασία- δορυφόρημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δορυφόρημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.