ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δορυφόρημᾰ τὰ δορυφορήμᾰτ
      γενική τοῦ δορυφορήμᾰτος τῶν δορυφορημᾰ́των
      δοτική τῷ δορυφορήμᾰτ τοῖς δορυφορήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δορυφόρημᾰ τὰ δορυφορήμᾰτ
     κλητική ! δορυφόρημᾰ δορυφορήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δορυφορήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δορυφορημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δορυφόρημα < δορυφορέω, δορυφορη- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δορυφόρημα ουδέτερο