Δείτε επίσης: σωματοφυλακία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωματοφυλακή οι σωματοφυλακές
      γενική της σωματοφυλακής των σωματοφυλακών
    αιτιατική τη σωματοφυλακή τις σωματοφυλακές
     κλητική σωματοφυλακή σωματοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωματοφυλακή < σωματοφύλακας + (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bodyguarding)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωματοφυλακή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία