κομνήνειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακομνήνειος, -α, -ο
- (ιστορία) που έχει σχέση με Κομνηνό ή τη σχετική δυναστεία (Δυναστεία των Κομνηνών) ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Οι ανθρώπινες μορφές στο επιστύλιο της μονής Βατοπεδίου διατηρούν την κομνήνεια ραδινότητα, διαθέτουν όμως εύρος και όγκο. (Κωνσταντίνος Βαφειάδης, Ύστερη βυζαντινή ζωγραφική. Χώρος και μορφή στην τέχνη της Κωνσταντινούπολης (1150–1450), Αθήνα 2015, ISBN 978-960-93-7607-5, σελ. 62)