Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδινότητα οι ραδινότητες
      γενική της ραδινότητας των ραδινοτήτων
    αιτιατική τη ραδινότητα τις ραδινότητες
     κλητική ραδινότητα ραδινότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδινότητα < ραδινός + -ότητα < αρχαία ελληνική ῥᾰδῐνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδινότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία