Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κομισμέν
ος
η
κομισμέν
η
το
κομισμέν
ο
γενική
του
κομισμέν
ου
της
κομισμέν
ης
του
κομισμέν
ου
αιτιατική
τον
κομισμέν
ο
την
κομισμέν
η
το
κομισμέν
ο
κλητική
κομισμέν
ε
κομισμέν
η
κομισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κομισμέν
οι
οι
κομισμέν
ες
τα
κομισμέν
α
γενική
των
κομισμέν
ων
των
κομισμέν
ων
των
κομισμέν
ων
αιτιατική
τους
κομισμέν
ους
τις
κομισμέν
ες
τα
κομισμέν
α
κλητική
κομισμέν
οι
κομισμέν
ες
κομισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κομισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κομίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομισμένος