κομβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κομβικός | η | κομβική | το | κομβικό |
γενική | του | κομβικού | της | κομβικής | του | κομβικού |
αιτιατική | τον | κομβικό | την | κομβική | το | κομβικό |
κλητική | κομβικέ | κομβική | κομβικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κομβικοί | οι | κομβικές | τα | κομβικά |
γενική | των | κομβικών | των | κομβικών | των | κομβικών |
αιτιατική | τους | κομβικούς | τις | κομβικές | τα | κομβικά |
κλητική | κομβικοί | κομβικές | κομβικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομβικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακομβικός
- σχετικός με κόμβο
- διαμεσολαβητικός, πολυσύχναστος, κεντρικός, καίριος, βασικός