Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμεσολαβητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαμεσολαβητικ
ός
η
διαμεσολαβητικ
ή
το
διαμεσολαβητικ
ό
γενική
του
διαμεσολαβητικ
ού
της
διαμεσολαβητικ
ής
του
διαμεσολαβητικ
ού
αιτιατική
τον
διαμεσολαβητικ
ό
τη
διαμεσολαβητικ
ή
το
διαμεσολαβητικ
ό
κλητική
διαμεσολαβητικ
έ
διαμεσολαβητικ
ή
διαμεσολαβητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαμεσολαβητικ
οί
οι
διαμεσολαβητικ
ές
τα
διαμεσολαβητικ
ά
γενική
των
διαμεσολαβητικ
ών
των
διαμεσολαβητικ
ών
των
διαμεσολαβητικ
ών
αιτιατική
τους
διαμεσολαβητικ
ούς
τις
διαμεσολαβητικ
ές
τα
διαμεσολαβητικ
ά
κλητική
διαμεσολαβητικ
οί
διαμεσολαβητικ
ές
διαμεσολαβητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
που μεσολαβεί σε διάλογο ή μετακίνηση