Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπόκλειση οι κολποκλείσεις
      γενική της κολπόκλεισης* των κολποκλείσεων
    αιτιατική την κολπόκλειση τις κολποκλείσεις
     κλητική κολπόκλειση κολποκλείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολποκλείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολπόκλειση < λόγιο ενδογενές δάνειο: colpocleisis < αρχαία ελληνική κόλπος + κλεῖσις (< κλείω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολπόκλειση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία