↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεόσπασμος οι κολεόσπασμοι
      γενική του κολεόσπασμου των κολεόσπασμων
    αιτιατική τον κολεόσπασμο τους κολεόσπασμους
     κλητική κολεόσπασμε κολεόσπασμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολεόσπασμος < κολεός + -ο- + σπασμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολεόσπασμος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία