vaginisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.ʒi.nism/
Ετυμολογία
επεξεργασία- vaginisme < vagin
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vaginisme | vaginismes |
vaginisme (fr) αρσενικό
- (ιατρική) ο κολπισμός, ο κολεόσπασμος, οδυνηρός σπασμωδικός σπασμός των μυών του κολεού που μπορεί να συμβεί κατά τη συνουσία