↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολεγιακός η κολεγιακή το κολεγιακό
      γενική του κολεγιακού της κολεγιακής του κολεγιακού
    αιτιατική τον κολεγιακό την κολεγιακή το κολεγιακό
     κλητική κολεγιακέ κολεγιακή κολεγιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολεγιακοί οι κολεγιακές τα κολεγιακά
      γενική των κολεγιακών των κολεγιακών των κολεγιακών
    αιτιατική τους κολεγιακούς τις κολεγιακές τα κολεγιακά
     κλητική κολεγιακοί κολεγιακές κολεγιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολεγιακός < κολέγιο + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

κολεγιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το κολέγιο
  2. κολεγιακή μπλούζα: βαμβακερή μπλούζα, με ή χωρίς κουκούλα, για καθημερινό ντύσιμο, συνήθως με κάποια επιγραφή στην μπροστινή όψη
     συνώνυμα: φούτερ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία