φούτερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φούτερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Futter (φόδρα) < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφούτερ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) κολεγιακή μπλούζα, μπλούζα φαρδιά με μακριά μανίκια, από σχετικά ζεστό ύφασμα (δηλαδή όχι μακό) για αθλητικές δραστηριότητες ή πρόχειρο ντύσιμο
- τα ρούχα με κουκούλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φούτερ στη Βικιπαίδεια