Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα γκρίζο φούτερ

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούτερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Futter (φόδρα) < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούτερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ενδυμασία) κολεγιακή μπλούζα, μπλούζα φαρδιά με μακριά μανίκια, από σχετικά ζεστό ύφασμα (δηλαδή όχι μακό) για αθλητικές δραστηριότητες ή πρόχειρο ντύσιμο
  2. τα ρούχα με κουκούλα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία