Δείτε επίσης: κοκκινομάλλης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκκινολαίμης οι κοκκινολαίμηδες
      γενική του κοκκινολαίμη των κοκκινολαίμηδων
    αιτιατική τον κοκκινολαίμη τους κοκκινολαίμηδες
     κλητική κοκκινολαίμη κοκκινολαίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κοκκινολαίμης.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκινολαίμης < κοκκινο- + λαιμ(ός) + -ης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκκινολαίμης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία