Δείτε επίσης: κοκκινομάλλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκκινολαίμης οι κοκκινολαίμηδες
      γενική του κοκκινολαίμη των κοκκινολαίμηδων
    αιτιατική τον κοκκινολαίμη τους κοκκινολαίμηδες
     κλητική κοκκινολαίμη κοκκινολαίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας κοκκινολαίμης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκινολαίμης < κοκκινο- + λαιμ(ός) + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκκινολαίμης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία