κοκκίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκκίαση | οι | κοκκιάσεις |
γενική | της | κοκκίασης* | των | κοκκιάσεων |
αιτιατική | την | κοκκίαση | τις | κοκκιάσεις |
κλητική | κοκκίαση | κοκκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοκκίαση < κοκκίο + -αση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκκίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κοκκίωση
- (αστρονομία) σύνολο από μικρούς φωτεινούς σχηματισμούς στη φωτόσφαιρα του ηλίου, που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόκκος