Δείτε επίσης: κοκκίωση, κοκκιωμάτωση, κοκκίωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκίαση οι κοκκιάσεις
      γενική της κοκκίασης* των κοκκιάσεων
    αιτιατική την κοκκίαση τις κοκκιάσεις
     κλητική κοκκίαση κοκκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκίαση < κοκκίο + -αση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκκίαση θηλυκό

  1. (ιατρική) άλλη μορφή του κοκκίωση
  2. (αστρονομία) σύνολο από μικρούς φωτεινούς σχηματισμούς στη φωτόσφαιρα του ηλίου, που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία