φωτόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτόσφαιρα (μαρτυρείται από το 1869)[1]< φωτό- + σφαίρα, (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photosphère[2][3])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτόσφαιρα θηλυκό
- (αστρονομία) η ορατή επιφάνεια του ηλίου αμέσως κάτω από την ατμόσφαιρά του και στην οποία παρατηρούνται οι ηλιακές κηλίδες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτόσφαιρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1097, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ φωτόσφαιρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)